Στην υπόθεση
εμπλέκονται συνολικά ογδόντα ένα (81) άτομα (τραπεζικοί υπάλληλοι,
πολιτικοί μηχανικοί, δικηγόροι κ.α.), που κατηγορούνται για σειρά
αδικημάτων κακουργηματικού χαρακτήρα
Ερευνήθηκαν
συνολικά εβδομήντα μία (71) περιπτώσεις παράτυπων δανειοδοτήσεων, στην
πλειονότητα των οποίων οι εκταμιεύσεις κατέληγαν στα μέλη της
εγκληματικής οργάνωσης
Ηγετικό
ρόλο διαδραμάτιζε ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας χορήγησης στεγαστικών
δανείων, σε τραπεζικό υποκατάστημα επαρχιακής πόλης της Πελοποννήσου
Από την παράνομη δράση της οργάνωσης, εκτιμάται ότι έχει προκληθεί ζημία σε βάρος του τραπεζικού ιδρύματος ύψους 5.000.000 ευρώ.
Από
τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας εξαρθρώθηκε πολυπληθής εγκληματική
οργάνωση, τα μέλη της οποίας συμμετείχαν σε κακουργηματικού χαρακτήρα
απάτες σε βάρος Τραπεζικού Ιδρύματος, καθώς ενέχονται σε παράνομες
δανειοδοτήσεις, μέσω υπερεκτιμήσεων ακινήτων και σε συνακόλουθες
παράνομες εκταμιεύσεις των χρηματικών ποσών των δανείων.
Διακριβώθηκε
η εμπλοκή συνολικά ογδόντα ενός (81) ατόμων, μεταξύ των οποίων
υπάλληλοι τραπεζικού υποκαταστήματος επαρχιακής πόλης της Πελοποννήσου,
πολιτικοί μηχανικοί, δικηγόροι, μεσάζοντες κ.α., σε βάρος των οποίων
σχηματίστηκε δικογραφία για τα αδικήματα της ένταξης και συμμετοχής σε
εγκληματική οργάνωση, της διακεκριμένης απάτης και πλαστογραφίας με
χρήση, κατ’ εξακολούθηση και της παράβασης της νομοθεσίας για την
πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική
δραστηριότητα και άλλα συναφή αδικήματα.
Προηγήθηκε
πολύμηνη και ενδελεχής οικονομική αστυνομική έρευνα, με τη συνδρομή των
αρμόδιων Υπηρεσιών του Τραπεζικού Ιδρύματος, κατά την οποία
διαπιστώθηκε ότι η εγκληματική οργάνωση δρούσε τουλάχιστον την τελευταία
πενταετία.
Συγκεκριμένα η διερεύνηση της
υπόθεσης ξεκίνησε ύστερα από σχετική αναφορά του Τραπεζικού Ιδρύματος,
με σκοπό την εξακρίβωση πρόκλησης οικονομικής ζημίας σε βάρος της
Τράπεζας και την αναζήτηση τυχόν ποινικής ευθύνης του Προϊστάμενου του
Τμήματος χορήγησης στεγαστικών δανείων του συγκεκριμένου Τραπεζικού
Υποκαταστήματος.
Όπως προέκυψε από την
εξειδικευμένη αστυνομική έρευνα, οι εμπλεκόμενοι είχαν συστήσει
εγκληματική οργάνωση με διαρκή δράση και διακριτούς ρόλους και εφάρμοζαν
συγκεκριμένη μεθοδολογία (modus operandi). Ηγετικό ρόλο διαδραμάτιζε ο
προαναφερόμενος ημεδαπός, Τμηματάρχης του τραπεζικού υποκαταστήματος,
έχοντας ως άμεσους συνεργούς την βοηθό του, επίσης τραπεζικό στέλεχος,
τον νομικό σύμβουλο του υποκαταστήματος, πέντε συνεργαζόμενους
μηχανικούς, και τρεις μεσάζοντες - διαμεσολαβητές των αγοραπωλησιών,
άπαντες ημεδαποί.
Πιο αναλυτικά, τα μέλη της
εγκληματικής ομάδας δρούσαν οργανωμένα με σκοπό τον παράνομο πορισμό
εισοδήματος, εφαρμόζοντας ιδιαίτερα τεχνάσματα και πρακτικές.
Συγκεκριμένα ο προαναφερόμενος Τμηματάρχης του τραπεζικού
υποκαταστήματος, σε συνεργασία με άλλα μέλη της οργάνωσης, εντόπιζαν
πρόθυμους δανειολήπτες, κατά κύριο λόγο αλλοδαπούς υπηκόους και στη
συνέχεια τους χορηγούσαν παράτυπα στεγαστικά δάνεια.
Αρχικά
ενέκριναν τα δικαιολογητικά που προσκόμιζαν οι υποψήφιοι αγοραστές -
δανειολήπτες, παραποιώντας και πλαστογραφώντας έγγραφα, όπου αυτό
κρινόταν απαραίτητο. Στη συνέχεια, μέσω ενός στενού δικτύου συνεργασίας,
το οποίο διαχειριζόταν ο Τμηματάρχης του υποκαταστήματος, οι
εμπλεκόμενοι μηχανικοί - μέλη της οργάνωσης, έρχονταν σε συμφωνία με
τους πωλητές των ακινήτων και υπερεκτιμούσαν την αξία τους, με
αποτέλεσμα τα ακίνητα αυτά να πωλούνται ακόμη και σε τιμές τριπλάσιες
από την πραγματική.
Οι εκταμιεύσεις των δανείων
δεν κατέληγαν στην πλειονότητα των περιπτώσεων στους λογαριασμούς
δανειοληπτών και πωλητών, αλλά όπως προέκυψε από την μέχρι στιγμής
έρευνα, είχαν αναληφθεί από το ταμείο της τράπεζας, με πλαστογραφημένα
παραστατικά ταμειακών συναλλαγών, καταλήγοντας σε μέλη της εγκληματικής
οργάνωσης, τα οποία αναμένεται να ταυτοποιηθούν - προσωποποιηθούν από
την εξέλιξη της ερευνητικής διαδικασίας.
Συγκεκριμένα,
ύστερα από καταγγελίες, ερευνήθηκαν συνολικά (71) περιπτώσεις παράνομης
δανειοδότησης και υπερκοστολόγησης ακινήτων.
Χαρακτηριστικές είναι οι ακόλουθες περιπτώσεις:
χορήγηση
τριών (3) στεγαστικών δανείων σε Αλβανούς υπηκόους, εκ των οποίων ο
ένας φέρεται ως δανειολήπτης δύο στεγαστικών δανείων, τα οποία όπως
ισχυρίστηκε ουδέποτε είχε λάβει. Συγγενής του, ο οποίος φερόταν ως
συνδανειολήπτης, επίσης δήλωσε άγνοια για τις δανειακές συμβάσεις,
χορήγηση
τριών (3) στεγαστικών δανείων σε αλλοδαπούς, υπηκόους Αιγύπτου, στις
περιπτώσεις των οποίων, όπως και στις περιπτώσεις των προαναφερόμενων
υπηκόων Αλβανίας, εμφανίζεται ως πωλητής οικοπέδου το ίδιο άτομο, ενώ
τις εκτιμήσεις των ακινήτων πραγματοποίησε η ίδια μηχανικός, με
σημαντικού ύψους υπερεκτίμηση της εμπορικής τους αξίας,
χορήγηση
επτά (7) στεγαστικών δανείων σε αλλοδαπούς υπηκόους Ρωσίας, Συρίας,
Ιράν και Γεωργίας, όπου σε όλες τις περιπτώσεις στις αγοραπωλησίες
αγροτεμαχίων και ακινήτων είχαν εμπλακεί, ως διαμεσολαβητές, μέλη της
οργάνωσης. Σε μία περίπτωση, κατά δήλωση του πωλητή, ο «άτυπος
μεσολαβητής» ήταν αυτός που παρέλαβε το ποσό (πέραν του τιμήματος
πώλησης) από το δάνειο που εκταμιεύτηκε σε μετρητά. Επίσης όλες οι
ανωτέρω περιπτώσεις αφορούσαν υπερεκτιμήσεις ακινήτων από δυο
συνεργαζόμενες μηχανικούς και είχαν κοινό κομιστή των απαραίτητων
δικαιολογητικών για την υποβολή των αιτημάτων, τον νομικό σύμβουλο του
τραπεζικού υποκαταστήματος.
Όλα τα
στοιχεία των προαναφερόμενων (14) περιπτώσεων, καθώς και στοιχεία για
ακόμη (57) υποθέσεις συμπεριλαμβάνονται στη δικογραφία που σχηματίστηκε
και υποβλήθηκε στις αρμόδιες Εισαγγελικές Αρχές.
Η
Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας προέβη επίσης στην αναζήτηση
τραπεζικών λογαριασμών, που τηρούνται σε Ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα από
τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, καθώς και των χρηματικών υπολοίπων αυτών κατά
το χρόνο του ελέγχου. Από την εμπεριστατωμένη έρευνα προέκυψε ότι τρία
(3) από τα εμπλεκόμενα άτομα εμφανίζουν σημαντικού ύψους υπόλοιπα στους
λογαριασμούς τους.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της
Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, αλλά και με αντίστοιχες του
Τραπεζικού Ιδρύματος, η συνολική ζημία που προκλήθηκε από τις παράνομες
αγοραπωλησίες και τις επίσης παράνομες - παράτυπες δανειοδοτήσεις σε
βάρος της Τράπεζας, ανέρχεται στο ποσό των 5.000.000 ευρώ τουλάχιστον.