Η Βίκυ που την φώναζαν βλαχάρα
Το επεισοδιακό διαζύγιο με την Γκούντρουν που πέταξε έξω η Βίκυ
Το 1964 ο 25χρονος Ακης Τσοχατζόπουλος, ένας φτωχός εργαζόμενος
φοιτητής, παντρεύεται στο Μόναχο τη Γερμανίδα Γκούντρουν Μολντενχάουερ.
Θα παραμείνουν παντρεμένοι για 40 χρόνια, αποκτώντας δύο παιδιά, και θα
συμπορευτούν στην πολιτική εξέλιξή του μέχρι τα ύπατα κυβερνητικά
αξιώματα. Eνα κεφάλαιο ζωής που θα κλείσει το 2004 όχι μόνο οριστικά,
αλλά και επεισοδιακά.
Στη ζωή του πρώην υπουργού έχει μπει η Βίκυ Σταμάτη που θέλει να γίνει η δεύτερη κυρία Τσοχατζοπούλου. Υστερα από 10 χρόνια πολύκροτης σχέσης, με την Γκούντρουν να αντιστέκεται σθεναρά στην προοπτική διαζυγίου, τελικά το «γερμανικό κάστρο» θα πέσει κάτω από την πίεση του «οδοστρωτήρα» από την Αταλάντη…
Στη ζωή του πρώην υπουργού έχει μπει η Βίκυ Σταμάτη που θέλει να γίνει η δεύτερη κυρία Τσοχατζοπούλου. Υστερα από 10 χρόνια πολύκροτης σχέσης, με την Γκούντρουν να αντιστέκεται σθεναρά στην προοπτική διαζυγίου, τελικά το «γερμανικό κάστρο» θα πέσει κάτω από την πίεση του «οδοστρωτήρα» από την Αταλάντη…
Καθαρίζοντας τα τζάμια ήρθε ο έρωτας
Το 1959 και έχοντας μόλις ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές, ο 20χρονος Ακης Τσοχατζόπουλος, ένας ταπεινός πλην ευθυτενής νεαρός, θα μεταναστεύσει στο Μόναχο για να εργαστεί και να σπουδάσει. Θα πάει στην Πολυτεχνική Σχολή της γερμανικής τότε πρωτεύουσας, απ’ όπου θα πάρει το πτυχίο του πολιτικού μηχανικού. Αποφασίζει να παραμείνει στη Γερμανία και να συνεχίσει τις σπουδές του για να πάρει το δεύτερο πτυχίο του ως οικονομολόγος μηχανικός. Συγχρόνως, ως παιδί φτωχής οικογένειας, εργάζεται για να μπορεί να χρηματοδοτεί τις σπουδές του σε μια εταιρεία καθαρισμού τζαμιών. Ο νεαρός Ακης λέγεται ότι μία φορά την εβδομάδα ανέβαινε στην εξωτερική σκαλωσιά και καθάριζε σχολαστικά τα τζάμια ενός ουρανοξύστη. Σε έναν από τους ορόφους του κτιρίου στεγαζόταν μια τράπεζα όπου εργαζόταν η ξανθιά Γκούντρουν ως γραμματέας.
Ο Ακης ερχόταν τετ α τετ με την Γκούντρουν, εκείνος έξω από το τζάμι, εκείνη από μέσα. Μία, δύο, τρεις, και το μεταξύ τους ειδύλλιο δεν αργεί να μπλεχτεί. Είναι περίπου συνομήλικοι, νέοι και ερωτευμένοι και σύντομα επισημοποιούν τη σχέση τους. Το 1964 παντρεύονται στο Μόναχο και αποκτούν δύο παιδιά, την Αρετή και τον Αλέξανδρο. Ο Ακης στο μεταξύ δουλεύει σε τεχνική εταιρεία με δημόσια έργα και αναγκάζεται να παραμείνει συνολικά στη Γερμανία 16 ολόκληρα χρόνια, αφού η χούντα τού έχει αφαιρέσει την ιθαγένεια και απαγορεύσει την είσοδό του στην Ελλάδα. Στην πατρίδα θα επιστρέψει το 1975, όταν και εντάσσεται στο νεοϊδρυθέν τότε ΠΑΣΟΚ, ενώ η Γκούντρουν με τα παιδιά τον ακολουθούν αργότερα, όταν πλέον ο Ακης έχει μπει για τα καλά στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Το ζευγάρι σε πρώτη φάση μένει σε μια γκαρσονιέρα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, αφού τα οικονομικά τους είναι πενιχρά. Στις εκλογές του ’81, ο Α. Τσοχατζόπουλος, που βρίσκεται στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, εκλέγεται βουλευτής, εγκαινιάζοντας την πολιτική του σταδιοδρομία. Τότε σύμφωνα με τη φορολογική του δήλωση, είναι ακόμα ανέστιος, με μόνο περιουσιακό απόκτημα ένα αυτοκίνητο Opel Ascona 1.600 cc στο όνομα της Γκούντρουν, ενώ τα δηλωθέντα εισοδήματά του ήταν περίπου 566.000 δραχμές από τη συμμετοχή του σε ποσοστό 10% σε μια κατασκευαστική εταιρεία (Κ. Αρβανίτης και ΣΙΑ Ο.Ε.).
Ο Ακης είναι γλεντζές και έξω καρδιά, η ψυχή της παρέας, χιουμορίστας, με ευγενείς καλοσυνάτους τρόπους και λάτρης του ωραίου φύλου. Είναι επίσης εμφανίσιμος και όσο η πολιτική του καριέρα απογειώνεται τόσο ανεβαίνουν και οι μετοχές του στο γυναικείο φύλο. Η Γκούντρουν, από την άλλη, είναι μια γυναίκα κλειστή, όχι ιδιαίτερα κοινωνική και πρόσχαρη, «με τα κλισέ μιας Γερμανίδας», όπως χαρακτηριστικά λένε, χαρακτήρας διαμετρικά αντίθετος με τον εξωστρεφή Ακη, αλλά το ζευγάρι δεν δείχνει ακόμα να απειλείται από εξωγενείς παράγοντες. Η οικογένεια θα μετακομίσει αργότερα στο Χαλάνδρι και τη δεκαετία του ’90 ο Ακης είναι ήδη ένα πανίσχυρο πολιτικό πρόσωπο. Μέχρι που το ’94 θα κάνει τη γνωριμία που θα αλλάξει άρδην τη ζωή του.
Ο γάμος στο Παρίσι
Τον Ιούνιο του 2004 μέσα σε πράσινα βελούδινα κουτιά καταφτάνουν σχεδόν στο σύνολο του επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου της χώρας τα προσκλητήρια γάμου της Βίκυς Σταμάτη με τον Ακη Τσοχατζόπουλο. Υστερα από 10 χρόνια σχέσης το όνειρό της να γίνει κυρία υπουργού παίρνει, επιτέλους, σάρκα και οστά. Μια δεκαετία με πολλές διακυμάνσεις, θυελλώδεις καβγάδες και πολύ πάθος - συνήθεις καταστάσεις δηλαδή μεταξύ δύο ερωτευμένων ανθρώπων. Κυρίως όταν ο ένας από τους δύο βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να είναι παντρεμένος πολιτικός και πατέρας δύο ενήλικων παιδιών. Η ενοχλητική για τη Β. Σταμάτη παρουσία της τότε συζύγου του Α. Τσοχατζόπουλου, Γερμανίδας Γκούντρουν Μολντενχάουερ, ήταν ένας μόνιμος πονοκέφαλος που σκίαζε τη σχέση του ερωτευμένου ζεύγους.
«Οσο εγώ ζω, διαζύγιο δεν πρόκειται να του δώσω. Και αν συνεχίσουν να με εξευτελίζουν με αυτό τον τρόπο, θα δώσω στη δημοσιότητα τις κασέτες που έχω στα χέρια μου με αυτή να με βρίζει χυδαία», είναι η μόνιμη επωδός της Γκούντρουν, η οποία δεν μπορούσε να ανεχτεί ούτε τις δημόσιες εξόδους του συζύγου της με την ερωμένη του ούτε το γεγονός της κοινής τους συγκατοίκησης. Μια απειλή όμως η οποία, όπως απεδείχθη, δεν έγινε και πράξη. Το διαζύγιο άργησε να βγει, αλλά εκδόθηκε. Πλέον η κυρία Σταμάτη θα είναι και κυρία Τσοχατζοπούλου, μια προοπτική που πρέπει να εορταστεί με τις πρέπουσες τιμές.
Ο γάμος είχε αριστοκρατική εσάνς, γαλλική φινέτσα, glam και πολυτέλεια. Στις 11 Ιουλίου 2004 ο Α. Τσοχατζόπουλος παντρεύεται την εδώ και 10 χρόνια σύντροφό του Β. Σταμάτη στο ορθόδοξο εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου στο Παρίσι - εκεί όπου παντρεύτηκαν η Χριστίνα Ωνάση και ο Τιερί Ρουσέλ και κηδεύτηκε η Μαρία Κάλλας. Το ζευγάρι καταφτάνει με μια μπλε Jaguar, η βροχή πέφτει ασταμάτητα, κάνει κρύο -μόλις 13 βαθμοί Κελσίου-, κουμπάρος είναι ο Μισέλ Καντάς, Γάλλος πολιτικός μηχανικός και παλιός φίλος του Ακη, και το μυστήριο ευλογεί ο μητροπολίτης Γαλλίας Εμμανουήλ. Η ατμόσφαιρα είναι «μουδιασμένη». Στην τελετή αλλά και στη δεξίωση που ακολουθεί στο ξενοδοχείο «George V» της αλυσίδας «Four Seasons» δεν παρίστανται οι πολυάριθμοι επίσημοι προσκεκλημένοι του ζευγαριού, ούτε πολιτικοί, αλλά ούτε και τα παιδιά του πρώην υπουργού.
Την τελετή παρακολουθούν μόνο τα αδέλφια του Α. Τσοχατζόπουλου, οι γονείς και ο αδελφός της Β. Σταμάτη και μετρημένοι στα δάχτυλα φίλοι τους. Η Β. Σταμάτη ήθελε όμως ο γάμος της να συζητηθεί, να γίνει το κοσμικό event της χρονιάς, να αφήσει εποχή. Ο Ακης δεν της χάλασε το χατίρι, παρότι οι συνεργάτες του τον συμβούλευσαν να κρατήσει χαμηλούς τόνους και να αποφύγει την υπερβολική έκθεση. Του συνέστησαν μάλιστα να παντρευτεί σε κάποιο ξωκλήσι ή τουλάχιστον στην εκλογική του περιφέρεια ή στο χωριό της νύφης, έξω από την Αταλάντη, στο ορεινό Ζέλι. Φυσικά δεν τους άκουσε. Πολλοί, όμως, ήταν και οι προσκεκλημένοι που, σύμφωνα με όσα λέγονταν τότε, ενημέρωναν τη Β. Σταμάτη ότι «δεν θα καταφέρουν να παρευρεθούν», προφασιζόμενοι διάφορες αιτίες.
Με αποτέλεσμα τις μπομπονιέρες με τις ασημένιες καρδιές από τον Καίσαρη, το κουαρτέτο πνευστών και τα βιολιά που συνόδευσαν μουσικά τη δεξίωση, τα πολυτελή δωμάτια του «Four Seasons», τα ακριβά κρασιά και τα έπιπλα Louis XV να μην είχαν τη χαρά να τα απολαύσουν. Ο βασιλικός γάμος που ονειρευόταν η νύφη δεν είχε την ποθητή κοσμική βαρύτητα. Οι λόγοι είναι πολλοί και έχουν να κάνουν κυρίως με τη δική της μεγαλομανία.
Τα «γαλλικά» στην Γκούντρουν
Η Β. Σταμάτη εγκαταλείπει για πρώτη φορά το Ζέλι σε ηλικία 19 ετών, όταν έρχεται στην Αθήνα με σκοπό να δώσει εξετάσεις στη Νοσηλευτική Σχολή του Στρατού. Δεν πετυχαίνει και η πρώτη της δουλειά είναι σε ένα εφοπλιστικό γραφείο στον Πειραιά. Οι στενές σχέσεις που αποκτά με τον διευθυντή της προκαλούν ποικίλα σχόλια και καχυποψία. Περισσότερο προβληματισμένη όμως είναι η σύζυγος του διευθυντή του εφοπλιστικού γραφείου, που δεν μπορεί να δείξει κατανόηση για την ιδιαίτερα στενή σχέση που είχε η υπάλληλος με τον σύζυγό της.
Σύντομα, λοιπόν, απολύεται και ψάχνει πάλι για δουλειά. Επόμενος σταθμός, η ΔΕΗ. Πάλι υπαλληλική θέση, αλλά όπως πάντα σε πρωταγωνιστικό ρόλο οι φιλοδοξίες. Η ιδιότητα της γραμματέως δεν ταίριαζε με τις υψηλές προσδοκίες της εμφανίσιμης μελαχρινής που έψαχνε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία ανέλιξης. Αυτή θα έρθει το ’94, όταν σε μια εκδήλωση γνωρίζεται με τον Α. Τσοχατζόπουλο που τότε ήταν υπουργός Εσωτερικών - Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
Την επόμενη κιόλας μέρα θα εμφανιστεί στο γραφείο του ζητώντας να της κανονίσουν ραντεβού με τον υπουργό και το καταφέρνει. Δύο μέρες αργότερα, η Βίκυ βρίσκεται στο πολιτικό γραφείο του Ακη στα Πατήσια, στην οδό Κομνά Τράκα, με αρχικό αίτημα να τη μεταθέσουν στο Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων της ΔΕΗ. Σύντομα θα εγκατασταθεί κανονικά στο γραφείο του Α. Τσοχατζόπουλου λειτουργώντας περισσότερο ως οικοδέσποινα παρά ως υπάλληλός του. Τουτέστιν όταν το τηλέφωνο χτυπά η οικοδέσποινα απαντά - είτε αυτό είναι το κόκκινο τηλέφωνο είτε το προσωπικό του. Η Β. Σταμάτη απαντά σε όλα, σε σημείο που ο μακαρίτης ο Ανδρέας Παπανδρέου που τον καλούσε στο κόκκινο τηλέφωνο να προβληματιστεί σφόδρα. Το ίδιο όμως προβληματισμένη είναι και η Γκούντρουν. Τα κουτσομπολιά έχουν αρχίσει και φουντώνουν και κάποιοι συνεργάτες του Ακη που έχουν απομακρυνθεί από κοντά του με παρέμβαση της Βίκυς είναι πρόθυμοι να μιλήσουν εκεί που δεν πρέπει. Ο Ακης προτείνει ως λύση να βρουν ένα διαμέρισμα κοντά στο πολιτικό του γραφείο, αλλά γειτονιές όπως τα Πατήσια και η Φωκίωνος Νέγρη δεν είναι δυνατόν να φιλοξενήσουν μια κυρία με το γούστο και τα υψηλά αισθητικά κριτήρια της Β. Σταμάτη.
Προς το παρόν, κρίνεται κατάλληλο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες να ετοιμάσει τη βαλίτσα της και να εγκατασταθεί στο Λονδίνο μέχρι να κοπάσει ο θόρυβος, αλλά και για να παρακολουθήσει μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης. Θα παρακολουθήσει συγχρόνως και μαθήματα savoir vivre θέλοντας να κατακτήσει και τα μυστικά της καλής ζωής που την περιμένει. Η παραμονή της στο Λονδίνο θα διαρκέσει έναν μήνα και αμέσως μετά οι βαλίτσες της θα αδειάσουν σε ένα διαμέρισμα στο Κολωνάκι. Οχι σε ένα οποιοδήποτε διαμέρισμα, αλλά σε όροφο ενός ιστορικού κτιρίου όπως αυτό του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης στην οδό Νεοφύτου Βάμβα 5.
Το συγκεκριμένο διαμέρισμα ανήκε στην Ντόλλυ Γουλανδρή, με τελευταίο ενοικιαστή της τότε τον Γιάννη -Τζίγγερ- Βαρδινογιάννη που το είχε αφήσει πολλούς μήνες πριν. Ο λόγος που το διαμέρισμα έμενε ανοίκιαστο δεν ήταν επειδή δεν άρεσε στους ενδιαφερόμενους, αλλά επειδή ελάχιστοι θα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στο ακριβότατο ενοίκιό του. Τα νέα της εγκατάστασης δεν αργούν να κυκλοφορήσουν, καθώς πολλοί είναι αυτοί που γνωρίζουν για την περίπου συγκατοίκηση του υπουργού με τη σύντροφό του.
Το κακό είναι ότι τα νέα φτάνουν και στα αφτιά της Γκούντρουν, της νόμιμης συζύγου, που, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, θέλει να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την αλήθεια. Ενα απόγευμα χτυπάει την πόρτα του διαμερίσματος και εμφανίζεται η Β. Σταμάτη. Την αναγνωρίζει φυσικά και οι φωνές ακούγονται μέχρι έξω. Οι γείτονες ορκίζονται ότι άκουσαν μια έξαλλη Β. Σταμάτη να την αποκαλεί «γριά Γερμανίδα», η οποία μάλιστα πάνω στα νεύρα της την έσπρωξε, με αποτέλεσμα η άτυχη σύζυγος να κουτρουβαλήσει στις σκάλες. Λένε ότι έπεσε και ξύλο.
Η φασαρία που προκλήθηκε έφερε επιτόπου την Αμεση Δράση στο διαμέρισμα, αλλά η ασφάλεια του υπουργού, που είχε στο μεταξύ ειδοποιηθεί, απομάκρυνε το περιπολικό και ζήτησε να μην πάρει έκταση το περιστατικό. Από την άλλη πλευρά, τόσο η σύζυγος όσο και τα παιδιά του υπουργού προσπάθησαν να κρατήσουν χαμηλούς τόνους, κάνοντας υπομονή γιατί οι πολιτικές εξελίξεις είναι ραγδαίες: μεσολάβησαν η ασθένεια και ο μετέπειτα θάνατος του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Α. Τσοχατζόπουλος είναι υποψήφιος για την πρωθυπουργία και έπεται η αναμέτρηση στο Συνέδριο του κινήματος με τον Κώστα Σημίτη.
Το πολιτικό μέλλον του είναι σε κρίσιμη φάση και κανείς δεν έχει συμφέρον να του κάνει κακό. Υπάρχουν βέβαια απειλές από τη μεριά της Γκούντρουν, έκρυθμες καταστάσεις, αλλά μένουν στο σπίτι. Στις 18 Ιανουαρίου του 1996 ο Ακης χάνει την αναμέτρηση από τον Σημίτη, αλλάζει πόστο και πλέον προσφωνείται «υπουργός Αμυνας». Ο Α. Τσοχατζόπουλος, που ακόμα και στα ρούχα που λάμβανε ως δώρο έβγαζε τις επώνυμες ετικέτες για να μην προκαλεί, μετά τη γνωριμία του με τη Β. Σταμάτη κυκλοφορεί από την κορυφή ως τα νύχια με πανάκριβα κοστούμια που «φωνάζουν» την επώνυμη προέλευσή τους.
Οταν η Βίκυ έχει τα νεύρα της
Η σχέση τους έχει σκαμπανεβάσματα και ο έκρυθμος χαρακτήρας της Β. Σταμάτη τη φτάνει συχνά σε οριακό σημείο. Ενα βράδυ που ο υπουργός επιστρέφει από κάποιο επίσημο ταξίδι του στο εξωτερικό, όπου, σύμφωνα με τις ανάγκες του πρωτοκόλλου, θα έπρεπε να συνοδεύεται από τη σύζυγό του, η Βίκυ επιχειρεί σε έξαλλη κατάσταση να εισβάλει στο Πεντάγωνο για να τον προϋπαντήσει.
Οι στρατονόμοι τής απαγορεύουν την είσοδο, αλλά ακόμα θυμούνται με κάθε λεπτομέρεια τα κοσμητικά επίθετα με τα οποία τους περιέλουσε όχι μόνο αυτούς, αλλά και τον υπουργό τους, επειδή δεν της επέτρεψαν να τον δει. Παρηγοριά της πάντα σε τέτοιου είδους εντάσεις είναι το shopping therapy, ωστόσο αν και καλή πελάτισσα η Β. Σταμάτη είναι και απαιτητική.
Σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε εργαζόμενες σε γνωστό κομμωτήριο στο Κολωνάκι παρά τα γενναία πουρμπουάρ που λαμβάνουν από τα χέρια της «φρικάρουν» κάθε φορά που τη βλέπουν, αφού η συμπεριφορά της όταν δεν της αρέσει το αποτέλεσμα δεν έχει κανένα αντίτιμο. Πάντως δεν έχουν μόνο αυτές την ίδια γνώμη. Ενα πρωί η οικιακή βοηθός της από τη Σρι Λάνκα για ασήμαντη αφορμή δέχεται χτυπήματα από την κυρία του σπιτιού, φεύγει από το σπίτι και στέλνει επιστολή στον υπουργό όπου του εξηγεί τη συμπεριφορά της συμβίας του.
Δεν αρκέστηκε όμως να μιλήσει μόνο στον υπουργό. Δύο μέρες αργότερα η εφημερίδα «Αυριανή» βάζει για πολλές ημέρες υπέρτιτλο-κουίζ «Ποια σύντροφος υπουργού δέρνει τη Φιλιππινέζα της;». Τελικά ο εκδότης, προφανώς ύστερα από πίεση του Ακη, δεν το αποκαλύπτει ποτέ. Είναι προφανές ότι η Β. Σταμάτη, όσο πλουσιοπάροχα και να ζει, δεν αντέχει να είναι στο περιθώριο, ούτε να έχει τον τίτλο της ερωμένης. Τα νεύρα της ξεσπούν παντού. Οι φύλακες του μουσείου όταν τη συναντούν στο γκαράζ αλλάζουν δρόμο, αφού συχνά πυκνά γίνονται δέκτες των προσβολών της.
Το νέο μέλος της αθηναϊκής ελίτ
Παράλληλα με το shopping και τον καλλωπισμό της, η Β. Σταμάτη δίνει πολύ μεγάλη σημασία και στις δημόσιες σχέσεις. Παρουσιάστριες της τηλεόρασης και κοσμικογράφοι, έπειτα από ευγενικές πιέσεις, ανέλαβαν να της φτιάξουν το προφίλ - κάποιοι μάλιστα με το αζημίωτο. Συγχρόνως επιδιώκει κοινωνικές συναναστροφές με δημοσιογράφους μεγάλων εφημερίδων και τηλεοπτικών αστέρων.
Και όσο η σχέση του ζεύγους επισημοποιείται, τόσο η Γκούντρουν πεισμώνει και αρνείται να δώσει διαζύγιο. Η Β. Σταμάτη κυκλοφορεί φορώντας Oscar de la Renta δηλώνοντας σύντροφος του Ακη. Τα ζεύγη Φιλίππου, Αγγελόπουλου, Εμφιετζόγλου, Ψυχάρη και Γουλανδρή δειπνούν με το υπουργικό ζεύγος σε γνωστά εστιατόρια ή στο ρετιρέ της Νεοφύτου Βάμβα με κέτερινγκ πάντα από το «Ekali Club». Τον χειμώνα επιλέγουν για τις αποδράσεις τους τα ελβετικά βουνά και το καλοκαίρι καταφεύγουν στην Κόστα Εσμεράλδα στη Σαρδηνία, ενώ η κράτηση στα ξενοδοχεία γίνεται στο όνομα «Κύριος και κυρία Απόστολου Σταμάτη».
Μέχρι που το 2004 το ζευγάρι μπορεί πλέον να κάνει κρατήσεις στο όνομα «Τσοχατζόπουλος», αφού η Γκούντρουν έχει συναινέσει στην έκδοση διαζυγίου, κρατώντας το πολυτελές σπίτι στο Παλαιό Ψυχικό, το οποίο στο μεταξύ είχε αποκτήσει ο πρώην σύζυγός της. Αγνωστο αν ακόμα η Β. Σταμάτη αισθάνεται περήφανη που φέρει το όνομα Τσοχατζοπούλου…
Το 1959 και έχοντας μόλις ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές, ο 20χρονος Ακης Τσοχατζόπουλος, ένας ταπεινός πλην ευθυτενής νεαρός, θα μεταναστεύσει στο Μόναχο για να εργαστεί και να σπουδάσει. Θα πάει στην Πολυτεχνική Σχολή της γερμανικής τότε πρωτεύουσας, απ’ όπου θα πάρει το πτυχίο του πολιτικού μηχανικού. Αποφασίζει να παραμείνει στη Γερμανία και να συνεχίσει τις σπουδές του για να πάρει το δεύτερο πτυχίο του ως οικονομολόγος μηχανικός. Συγχρόνως, ως παιδί φτωχής οικογένειας, εργάζεται για να μπορεί να χρηματοδοτεί τις σπουδές του σε μια εταιρεία καθαρισμού τζαμιών. Ο νεαρός Ακης λέγεται ότι μία φορά την εβδομάδα ανέβαινε στην εξωτερική σκαλωσιά και καθάριζε σχολαστικά τα τζάμια ενός ουρανοξύστη. Σε έναν από τους ορόφους του κτιρίου στεγαζόταν μια τράπεζα όπου εργαζόταν η ξανθιά Γκούντρουν ως γραμματέας.
Ο Ακης ερχόταν τετ α τετ με την Γκούντρουν, εκείνος έξω από το τζάμι, εκείνη από μέσα. Μία, δύο, τρεις, και το μεταξύ τους ειδύλλιο δεν αργεί να μπλεχτεί. Είναι περίπου συνομήλικοι, νέοι και ερωτευμένοι και σύντομα επισημοποιούν τη σχέση τους. Το 1964 παντρεύονται στο Μόναχο και αποκτούν δύο παιδιά, την Αρετή και τον Αλέξανδρο. Ο Ακης στο μεταξύ δουλεύει σε τεχνική εταιρεία με δημόσια έργα και αναγκάζεται να παραμείνει συνολικά στη Γερμανία 16 ολόκληρα χρόνια, αφού η χούντα τού έχει αφαιρέσει την ιθαγένεια και απαγορεύσει την είσοδό του στην Ελλάδα. Στην πατρίδα θα επιστρέψει το 1975, όταν και εντάσσεται στο νεοϊδρυθέν τότε ΠΑΣΟΚ, ενώ η Γκούντρουν με τα παιδιά τον ακολουθούν αργότερα, όταν πλέον ο Ακης έχει μπει για τα καλά στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Το ζευγάρι σε πρώτη φάση μένει σε μια γκαρσονιέρα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, αφού τα οικονομικά τους είναι πενιχρά. Στις εκλογές του ’81, ο Α. Τσοχατζόπουλος, που βρίσκεται στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, εκλέγεται βουλευτής, εγκαινιάζοντας την πολιτική του σταδιοδρομία. Τότε σύμφωνα με τη φορολογική του δήλωση, είναι ακόμα ανέστιος, με μόνο περιουσιακό απόκτημα ένα αυτοκίνητο Opel Ascona 1.600 cc στο όνομα της Γκούντρουν, ενώ τα δηλωθέντα εισοδήματά του ήταν περίπου 566.000 δραχμές από τη συμμετοχή του σε ποσοστό 10% σε μια κατασκευαστική εταιρεία (Κ. Αρβανίτης και ΣΙΑ Ο.Ε.).
Ο Ακης είναι γλεντζές και έξω καρδιά, η ψυχή της παρέας, χιουμορίστας, με ευγενείς καλοσυνάτους τρόπους και λάτρης του ωραίου φύλου. Είναι επίσης εμφανίσιμος και όσο η πολιτική του καριέρα απογειώνεται τόσο ανεβαίνουν και οι μετοχές του στο γυναικείο φύλο. Η Γκούντρουν, από την άλλη, είναι μια γυναίκα κλειστή, όχι ιδιαίτερα κοινωνική και πρόσχαρη, «με τα κλισέ μιας Γερμανίδας», όπως χαρακτηριστικά λένε, χαρακτήρας διαμετρικά αντίθετος με τον εξωστρεφή Ακη, αλλά το ζευγάρι δεν δείχνει ακόμα να απειλείται από εξωγενείς παράγοντες. Η οικογένεια θα μετακομίσει αργότερα στο Χαλάνδρι και τη δεκαετία του ’90 ο Ακης είναι ήδη ένα πανίσχυρο πολιτικό πρόσωπο. Μέχρι που το ’94 θα κάνει τη γνωριμία που θα αλλάξει άρδην τη ζωή του.
Ο γάμος στο Παρίσι
Τον Ιούνιο του 2004 μέσα σε πράσινα βελούδινα κουτιά καταφτάνουν σχεδόν στο σύνολο του επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου της χώρας τα προσκλητήρια γάμου της Βίκυς Σταμάτη με τον Ακη Τσοχατζόπουλο. Υστερα από 10 χρόνια σχέσης το όνειρό της να γίνει κυρία υπουργού παίρνει, επιτέλους, σάρκα και οστά. Μια δεκαετία με πολλές διακυμάνσεις, θυελλώδεις καβγάδες και πολύ πάθος - συνήθεις καταστάσεις δηλαδή μεταξύ δύο ερωτευμένων ανθρώπων. Κυρίως όταν ο ένας από τους δύο βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να είναι παντρεμένος πολιτικός και πατέρας δύο ενήλικων παιδιών. Η ενοχλητική για τη Β. Σταμάτη παρουσία της τότε συζύγου του Α. Τσοχατζόπουλου, Γερμανίδας Γκούντρουν Μολντενχάουερ, ήταν ένας μόνιμος πονοκέφαλος που σκίαζε τη σχέση του ερωτευμένου ζεύγους.
«Οσο εγώ ζω, διαζύγιο δεν πρόκειται να του δώσω. Και αν συνεχίσουν να με εξευτελίζουν με αυτό τον τρόπο, θα δώσω στη δημοσιότητα τις κασέτες που έχω στα χέρια μου με αυτή να με βρίζει χυδαία», είναι η μόνιμη επωδός της Γκούντρουν, η οποία δεν μπορούσε να ανεχτεί ούτε τις δημόσιες εξόδους του συζύγου της με την ερωμένη του ούτε το γεγονός της κοινής τους συγκατοίκησης. Μια απειλή όμως η οποία, όπως απεδείχθη, δεν έγινε και πράξη. Το διαζύγιο άργησε να βγει, αλλά εκδόθηκε. Πλέον η κυρία Σταμάτη θα είναι και κυρία Τσοχατζοπούλου, μια προοπτική που πρέπει να εορταστεί με τις πρέπουσες τιμές.
Ο γάμος είχε αριστοκρατική εσάνς, γαλλική φινέτσα, glam και πολυτέλεια. Στις 11 Ιουλίου 2004 ο Α. Τσοχατζόπουλος παντρεύεται την εδώ και 10 χρόνια σύντροφό του Β. Σταμάτη στο ορθόδοξο εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου στο Παρίσι - εκεί όπου παντρεύτηκαν η Χριστίνα Ωνάση και ο Τιερί Ρουσέλ και κηδεύτηκε η Μαρία Κάλλας. Το ζευγάρι καταφτάνει με μια μπλε Jaguar, η βροχή πέφτει ασταμάτητα, κάνει κρύο -μόλις 13 βαθμοί Κελσίου-, κουμπάρος είναι ο Μισέλ Καντάς, Γάλλος πολιτικός μηχανικός και παλιός φίλος του Ακη, και το μυστήριο ευλογεί ο μητροπολίτης Γαλλίας Εμμανουήλ. Η ατμόσφαιρα είναι «μουδιασμένη». Στην τελετή αλλά και στη δεξίωση που ακολουθεί στο ξενοδοχείο «George V» της αλυσίδας «Four Seasons» δεν παρίστανται οι πολυάριθμοι επίσημοι προσκεκλημένοι του ζευγαριού, ούτε πολιτικοί, αλλά ούτε και τα παιδιά του πρώην υπουργού.
Την τελετή παρακολουθούν μόνο τα αδέλφια του Α. Τσοχατζόπουλου, οι γονείς και ο αδελφός της Β. Σταμάτη και μετρημένοι στα δάχτυλα φίλοι τους. Η Β. Σταμάτη ήθελε όμως ο γάμος της να συζητηθεί, να γίνει το κοσμικό event της χρονιάς, να αφήσει εποχή. Ο Ακης δεν της χάλασε το χατίρι, παρότι οι συνεργάτες του τον συμβούλευσαν να κρατήσει χαμηλούς τόνους και να αποφύγει την υπερβολική έκθεση. Του συνέστησαν μάλιστα να παντρευτεί σε κάποιο ξωκλήσι ή τουλάχιστον στην εκλογική του περιφέρεια ή στο χωριό της νύφης, έξω από την Αταλάντη, στο ορεινό Ζέλι. Φυσικά δεν τους άκουσε. Πολλοί, όμως, ήταν και οι προσκεκλημένοι που, σύμφωνα με όσα λέγονταν τότε, ενημέρωναν τη Β. Σταμάτη ότι «δεν θα καταφέρουν να παρευρεθούν», προφασιζόμενοι διάφορες αιτίες.
Με αποτέλεσμα τις μπομπονιέρες με τις ασημένιες καρδιές από τον Καίσαρη, το κουαρτέτο πνευστών και τα βιολιά που συνόδευσαν μουσικά τη δεξίωση, τα πολυτελή δωμάτια του «Four Seasons», τα ακριβά κρασιά και τα έπιπλα Louis XV να μην είχαν τη χαρά να τα απολαύσουν. Ο βασιλικός γάμος που ονειρευόταν η νύφη δεν είχε την ποθητή κοσμική βαρύτητα. Οι λόγοι είναι πολλοί και έχουν να κάνουν κυρίως με τη δική της μεγαλομανία.
Τα «γαλλικά» στην Γκούντρουν
Η Β. Σταμάτη εγκαταλείπει για πρώτη φορά το Ζέλι σε ηλικία 19 ετών, όταν έρχεται στην Αθήνα με σκοπό να δώσει εξετάσεις στη Νοσηλευτική Σχολή του Στρατού. Δεν πετυχαίνει και η πρώτη της δουλειά είναι σε ένα εφοπλιστικό γραφείο στον Πειραιά. Οι στενές σχέσεις που αποκτά με τον διευθυντή της προκαλούν ποικίλα σχόλια και καχυποψία. Περισσότερο προβληματισμένη όμως είναι η σύζυγος του διευθυντή του εφοπλιστικού γραφείου, που δεν μπορεί να δείξει κατανόηση για την ιδιαίτερα στενή σχέση που είχε η υπάλληλος με τον σύζυγό της.
Σύντομα, λοιπόν, απολύεται και ψάχνει πάλι για δουλειά. Επόμενος σταθμός, η ΔΕΗ. Πάλι υπαλληλική θέση, αλλά όπως πάντα σε πρωταγωνιστικό ρόλο οι φιλοδοξίες. Η ιδιότητα της γραμματέως δεν ταίριαζε με τις υψηλές προσδοκίες της εμφανίσιμης μελαχρινής που έψαχνε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία ανέλιξης. Αυτή θα έρθει το ’94, όταν σε μια εκδήλωση γνωρίζεται με τον Α. Τσοχατζόπουλο που τότε ήταν υπουργός Εσωτερικών - Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
Την επόμενη κιόλας μέρα θα εμφανιστεί στο γραφείο του ζητώντας να της κανονίσουν ραντεβού με τον υπουργό και το καταφέρνει. Δύο μέρες αργότερα, η Βίκυ βρίσκεται στο πολιτικό γραφείο του Ακη στα Πατήσια, στην οδό Κομνά Τράκα, με αρχικό αίτημα να τη μεταθέσουν στο Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων της ΔΕΗ. Σύντομα θα εγκατασταθεί κανονικά στο γραφείο του Α. Τσοχατζόπουλου λειτουργώντας περισσότερο ως οικοδέσποινα παρά ως υπάλληλός του. Τουτέστιν όταν το τηλέφωνο χτυπά η οικοδέσποινα απαντά - είτε αυτό είναι το κόκκινο τηλέφωνο είτε το προσωπικό του. Η Β. Σταμάτη απαντά σε όλα, σε σημείο που ο μακαρίτης ο Ανδρέας Παπανδρέου που τον καλούσε στο κόκκινο τηλέφωνο να προβληματιστεί σφόδρα. Το ίδιο όμως προβληματισμένη είναι και η Γκούντρουν. Τα κουτσομπολιά έχουν αρχίσει και φουντώνουν και κάποιοι συνεργάτες του Ακη που έχουν απομακρυνθεί από κοντά του με παρέμβαση της Βίκυς είναι πρόθυμοι να μιλήσουν εκεί που δεν πρέπει. Ο Ακης προτείνει ως λύση να βρουν ένα διαμέρισμα κοντά στο πολιτικό του γραφείο, αλλά γειτονιές όπως τα Πατήσια και η Φωκίωνος Νέγρη δεν είναι δυνατόν να φιλοξενήσουν μια κυρία με το γούστο και τα υψηλά αισθητικά κριτήρια της Β. Σταμάτη.
Προς το παρόν, κρίνεται κατάλληλο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες να ετοιμάσει τη βαλίτσα της και να εγκατασταθεί στο Λονδίνο μέχρι να κοπάσει ο θόρυβος, αλλά και για να παρακολουθήσει μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης. Θα παρακολουθήσει συγχρόνως και μαθήματα savoir vivre θέλοντας να κατακτήσει και τα μυστικά της καλής ζωής που την περιμένει. Η παραμονή της στο Λονδίνο θα διαρκέσει έναν μήνα και αμέσως μετά οι βαλίτσες της θα αδειάσουν σε ένα διαμέρισμα στο Κολωνάκι. Οχι σε ένα οποιοδήποτε διαμέρισμα, αλλά σε όροφο ενός ιστορικού κτιρίου όπως αυτό του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης στην οδό Νεοφύτου Βάμβα 5.
Το συγκεκριμένο διαμέρισμα ανήκε στην Ντόλλυ Γουλανδρή, με τελευταίο ενοικιαστή της τότε τον Γιάννη -Τζίγγερ- Βαρδινογιάννη που το είχε αφήσει πολλούς μήνες πριν. Ο λόγος που το διαμέρισμα έμενε ανοίκιαστο δεν ήταν επειδή δεν άρεσε στους ενδιαφερόμενους, αλλά επειδή ελάχιστοι θα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στο ακριβότατο ενοίκιό του. Τα νέα της εγκατάστασης δεν αργούν να κυκλοφορήσουν, καθώς πολλοί είναι αυτοί που γνωρίζουν για την περίπου συγκατοίκηση του υπουργού με τη σύντροφό του.
Το κακό είναι ότι τα νέα φτάνουν και στα αφτιά της Γκούντρουν, της νόμιμης συζύγου, που, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, θέλει να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την αλήθεια. Ενα απόγευμα χτυπάει την πόρτα του διαμερίσματος και εμφανίζεται η Β. Σταμάτη. Την αναγνωρίζει φυσικά και οι φωνές ακούγονται μέχρι έξω. Οι γείτονες ορκίζονται ότι άκουσαν μια έξαλλη Β. Σταμάτη να την αποκαλεί «γριά Γερμανίδα», η οποία μάλιστα πάνω στα νεύρα της την έσπρωξε, με αποτέλεσμα η άτυχη σύζυγος να κουτρουβαλήσει στις σκάλες. Λένε ότι έπεσε και ξύλο.
Η φασαρία που προκλήθηκε έφερε επιτόπου την Αμεση Δράση στο διαμέρισμα, αλλά η ασφάλεια του υπουργού, που είχε στο μεταξύ ειδοποιηθεί, απομάκρυνε το περιπολικό και ζήτησε να μην πάρει έκταση το περιστατικό. Από την άλλη πλευρά, τόσο η σύζυγος όσο και τα παιδιά του υπουργού προσπάθησαν να κρατήσουν χαμηλούς τόνους, κάνοντας υπομονή γιατί οι πολιτικές εξελίξεις είναι ραγδαίες: μεσολάβησαν η ασθένεια και ο μετέπειτα θάνατος του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Α. Τσοχατζόπουλος είναι υποψήφιος για την πρωθυπουργία και έπεται η αναμέτρηση στο Συνέδριο του κινήματος με τον Κώστα Σημίτη.
Το πολιτικό μέλλον του είναι σε κρίσιμη φάση και κανείς δεν έχει συμφέρον να του κάνει κακό. Υπάρχουν βέβαια απειλές από τη μεριά της Γκούντρουν, έκρυθμες καταστάσεις, αλλά μένουν στο σπίτι. Στις 18 Ιανουαρίου του 1996 ο Ακης χάνει την αναμέτρηση από τον Σημίτη, αλλάζει πόστο και πλέον προσφωνείται «υπουργός Αμυνας». Ο Α. Τσοχατζόπουλος, που ακόμα και στα ρούχα που λάμβανε ως δώρο έβγαζε τις επώνυμες ετικέτες για να μην προκαλεί, μετά τη γνωριμία του με τη Β. Σταμάτη κυκλοφορεί από την κορυφή ως τα νύχια με πανάκριβα κοστούμια που «φωνάζουν» την επώνυμη προέλευσή τους.
Οταν η Βίκυ έχει τα νεύρα της
Η σχέση τους έχει σκαμπανεβάσματα και ο έκρυθμος χαρακτήρας της Β. Σταμάτη τη φτάνει συχνά σε οριακό σημείο. Ενα βράδυ που ο υπουργός επιστρέφει από κάποιο επίσημο ταξίδι του στο εξωτερικό, όπου, σύμφωνα με τις ανάγκες του πρωτοκόλλου, θα έπρεπε να συνοδεύεται από τη σύζυγό του, η Βίκυ επιχειρεί σε έξαλλη κατάσταση να εισβάλει στο Πεντάγωνο για να τον προϋπαντήσει.
Οι στρατονόμοι τής απαγορεύουν την είσοδο, αλλά ακόμα θυμούνται με κάθε λεπτομέρεια τα κοσμητικά επίθετα με τα οποία τους περιέλουσε όχι μόνο αυτούς, αλλά και τον υπουργό τους, επειδή δεν της επέτρεψαν να τον δει. Παρηγοριά της πάντα σε τέτοιου είδους εντάσεις είναι το shopping therapy, ωστόσο αν και καλή πελάτισσα η Β. Σταμάτη είναι και απαιτητική.
Σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε εργαζόμενες σε γνωστό κομμωτήριο στο Κολωνάκι παρά τα γενναία πουρμπουάρ που λαμβάνουν από τα χέρια της «φρικάρουν» κάθε φορά που τη βλέπουν, αφού η συμπεριφορά της όταν δεν της αρέσει το αποτέλεσμα δεν έχει κανένα αντίτιμο. Πάντως δεν έχουν μόνο αυτές την ίδια γνώμη. Ενα πρωί η οικιακή βοηθός της από τη Σρι Λάνκα για ασήμαντη αφορμή δέχεται χτυπήματα από την κυρία του σπιτιού, φεύγει από το σπίτι και στέλνει επιστολή στον υπουργό όπου του εξηγεί τη συμπεριφορά της συμβίας του.
Δεν αρκέστηκε όμως να μιλήσει μόνο στον υπουργό. Δύο μέρες αργότερα η εφημερίδα «Αυριανή» βάζει για πολλές ημέρες υπέρτιτλο-κουίζ «Ποια σύντροφος υπουργού δέρνει τη Φιλιππινέζα της;». Τελικά ο εκδότης, προφανώς ύστερα από πίεση του Ακη, δεν το αποκαλύπτει ποτέ. Είναι προφανές ότι η Β. Σταμάτη, όσο πλουσιοπάροχα και να ζει, δεν αντέχει να είναι στο περιθώριο, ούτε να έχει τον τίτλο της ερωμένης. Τα νεύρα της ξεσπούν παντού. Οι φύλακες του μουσείου όταν τη συναντούν στο γκαράζ αλλάζουν δρόμο, αφού συχνά πυκνά γίνονται δέκτες των προσβολών της.
Το νέο μέλος της αθηναϊκής ελίτ
Παράλληλα με το shopping και τον καλλωπισμό της, η Β. Σταμάτη δίνει πολύ μεγάλη σημασία και στις δημόσιες σχέσεις. Παρουσιάστριες της τηλεόρασης και κοσμικογράφοι, έπειτα από ευγενικές πιέσεις, ανέλαβαν να της φτιάξουν το προφίλ - κάποιοι μάλιστα με το αζημίωτο. Συγχρόνως επιδιώκει κοινωνικές συναναστροφές με δημοσιογράφους μεγάλων εφημερίδων και τηλεοπτικών αστέρων.
Και όσο η σχέση του ζεύγους επισημοποιείται, τόσο η Γκούντρουν πεισμώνει και αρνείται να δώσει διαζύγιο. Η Β. Σταμάτη κυκλοφορεί φορώντας Oscar de la Renta δηλώνοντας σύντροφος του Ακη. Τα ζεύγη Φιλίππου, Αγγελόπουλου, Εμφιετζόγλου, Ψυχάρη και Γουλανδρή δειπνούν με το υπουργικό ζεύγος σε γνωστά εστιατόρια ή στο ρετιρέ της Νεοφύτου Βάμβα με κέτερινγκ πάντα από το «Ekali Club». Τον χειμώνα επιλέγουν για τις αποδράσεις τους τα ελβετικά βουνά και το καλοκαίρι καταφεύγουν στην Κόστα Εσμεράλδα στη Σαρδηνία, ενώ η κράτηση στα ξενοδοχεία γίνεται στο όνομα «Κύριος και κυρία Απόστολου Σταμάτη».
Μέχρι που το 2004 το ζευγάρι μπορεί πλέον να κάνει κρατήσεις στο όνομα «Τσοχατζόπουλος», αφού η Γκούντρουν έχει συναινέσει στην έκδοση διαζυγίου, κρατώντας το πολυτελές σπίτι στο Παλαιό Ψυχικό, το οποίο στο μεταξύ είχε αποκτήσει ο πρώην σύζυγός της. Αγνωστο αν ακόμα η Β. Σταμάτη αισθάνεται περήφανη που φέρει το όνομα Τσοχατζοπούλου…
Αυτό που με έστειλε περισσότερο όλων ήταν το "...της εμφανίσιμης μελαχρινής...". Έλεος ρε παιδιά, έναν οφθαλμίατρο!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠριν 10 τόσα χρόνια που είχε ξανθό look και ήταν πιο νέα κάτι έλεγε .. άμα βέβαια είσαι και γερομπισμπίκης βλέπεις όλες τις νεαρές κουκλάρες...
Διαγραφή